रसिका Rasika Ρασίκαα (रसिका, रसिक, Rasikā, Rasika) [IN] - Συντάκτης: Laios, Sakis

रसिका / Rasika

Αυτή/ός που καταλαβαίνει από Rasa (διάθεση, ατμόσφαιρα, συναίσθημα)• που έχει καλλιεργήσει το γούστο του στην κατανόηση της μουσικής και των άλλων τεχνών.