मीड़ Mīď Μίινd, Μίιρ (मीड़, Mīnd, Miind, Mind, Meend, Mīď) [IN] - Writer: Laios, Sakis

मीड़ / सींद / सीद़ / Mīď

Γλίστρημα, glissando. Από τις κυριότερες τεχνικές εκτέλεσης νυκτών εγχόρδων με τάστα όπως Vīņā, Surabahār και Sitār. Γίνεται ως εξής: ο εκτελεστής τοποθετεί τον δείκτη ή τον μέσο, ή και τα δύο δάχτυλα, σε κάποιο τάστο, νύσσει με το άλλο χέρι την χορδή και, προτού ο ήχος σβήσει, την πιέζει προς τα κάτω (προς την ταστιέρα, καθώς σ' αυτά τα όργανα τα τάστα είναι ψηλά, ως και ένα εκατοστό από την ταστιέρα) ή πλάγια (παράλληλα προς την επιφάνεια της ταστιέρας, κάτι που μπορεί να γίνει και σε άλλα έγχορδα), τεντώνοντάς την περισσότερο και παράγοντας νότα(ες) ψηλότερου τονικού ύψους. Αυτός ο τρόπος ονομάζεται Miď (γράφεται και προφέρεται και Meend) και μπορεί να παρομοιαστεί με glissando. Απαιτεί εξάσκηση και μεγάλη ακρίβεια για την ορθή εκτέλεση και χειρισμό του. Στις Śāstra ονομαζόταν 'Sphurita'. Στην σημειογραφία σημειώνεται συνήθως με μια καμπύλη γραμμή ανάμεσα στις νότες αφετηρίας και προορισμού.