• Τα μουσικά όργανα της Hindustānī μουσικής, writer:Laios, Sakis
    Κείμενο που αφορά στην οργανολογία / οργανογνωσία.

    Με διπλό κλικ στα ονόματα των οργάνων (ή σε άλλες λέξεις) αναδύεται παράθυρο από το οποίο μπορείτε να κατευθυνθείτε στο σχετικό λήμμα στο Λεξικό.

    Double click on the instruments' names to browse detailed info.

Τα μουσικά όργανα της βόρειας ινδικής μουσικής

 

Στην ιστορία της ινδικής μουσικής υπάρχει πληθώρα μουσικών οργάνων. Στη Nāţyaśāstra (πρώτοι αιώνες μ.Χ.), βρίσκονται οι πρώτες γραπτές αναφορές στα όργανα (Vādya / वाद्य) της Ινδίας, τα οποία ταξινομούνται σε τέσσερα είδη:
χορδόφωνα (Tanta vādya / तन्त वाद्य), όπως τα Vīņā (Veena / Been), Sitār, Sarod, Sāraņgī κ.ά.
αερόφωνα (Śușira vādya / सुषिर वाद्य), όπως τα φλάουτα (Bānsurī), τα κοχύλια, το Śehnāī κ.ά.
μεμβρανόφωνα (ānaddha / आनद्ध, Avanaddha / अवनद्ध ή Vitata vādya / वितत वाद्य), όπως τα Tablā, Mŗdaņgam, Pakhāwaj κ.ά.
ιδιόφωνα (Ghana vādya / घन वाद्य), όπως τα διάφορα κύμβαλα, μεταλλικά μπολ, Gong, Kharatāla κ.ά.

 

Η κατηγοριοποίηση αυτή, που γίνεται με βάση το παλλόμενο υλικό, είναι αφενός από τις παλιές ιστορικά ταξινομήσεις, αφετέρου είναι στις μέρες μας το πιο ευρέως αποδεκτό σύστημα κατηγοριοποίησης των οργάνων στη Δύση, το οποίο θεσπίστηκε στα τέλη του 19ου - αρχές 20ού αι. με βάση τις ανακαλύψεις στις επιστήμες της φυσικής του ήχου και της μουσικής ακουστικής. Τα όργανα την εποχή αυτή χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον για τη μουσική υποστήριξη του θεάτρου, του χορού και του τραγουδιού. Δεν φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις για αξιοποίησή τους σε σολιστικό οργανικό ρεπερτόριο, κάτι το οποίο φαίνεται να έγινε αρκετά αργότερα, πιθανόν μετά τον 13ο αι.

Κατά την περίοδο των Gupta (περ. 320-550 μ.Χ.) η ινδική μουσική θεωρήθηκε πως βρισκόταν στη “Χρυσή εποχή” της. Ο αυτοκράτορας Samudragupta (περ. 335-380 μ.Χ.), υπήρξε μέγας προστάτης των τεχνών, αλλά και ποιητής και μουσικός ο ίδιος. Σε πολλά νομίσματα απεικονίζεται να παίζει το τυπικό πολύχορδο όργανο της εποχής, την Vīņā (διαφορετική οργανολογικά από το σύγχρονο όργανο με το ίδιο όνομα).

Στην πραγματεία Saňgīta-ratnākara (13ος αι.), ο όρος Vādya χρησιμοποιείται επίσης με την έννοια της τεχνικής εκτέλεσης ενός οργάνου, π.χ. όταν ο Śārńgadeva περιγράφει τις διαφορετικές τεχνικές του αριστερού χεριού, του δεξιού χεριού και των δύο χεριών συνδυαστικά στο χορδόφωνο Ekatantrī vīņā αναφέρεται σε αυτές ως Vādya. Υπάρχει όμως και ακόμη μία χρήση του όρου στο ίδιο έργο, που αφορά τον τρόπο εκτέλεσης ενός τραγουδιού σε όργανο. Επίσης, στο ίδιο έργο δίνεται ένα άλλο σύστημα κατάταξης, το οποίο βασίζεται στη λειτουργία των οργάνων: σόλο εκτέλεση (suśgam), συνοδεία σε φωνητική μουσική (gītanugam), συνοδεία σε χορό (nŗittānugam) και συνοδεία ταυτόχρονα σε χορό και φωνητική μουσική (dvayānugam).

Τέλος, στην Ινδία υπάρχει και πληθώρα λαϊκών οργάνων, τα οποία όμως εμφανίζουν τοπικό χαρακτήρα και δεν είναι συστηματοποιημένη η χρήση τους για εκτέλεση rāga, ή, τέλος πάντων, δεν χρησιμοποιούνται στην κλασική μουσική. Έτσι, τέτοια όργανα, όπως Algoza, Murali, Murchang κ.ά. δεν βρήκαν θέση εδώ. Υπάρχουν πάντως κάποιες, λίγες, περιγραφές για λαϊκά όργανα που σχετίζονται με αντίστοιχα της κλασικής μουσικής ή για όργανα που συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται σε θρησκευτικές περιστάσεις. Επίσης, όργανα που είναι σε χρήση αμιγώς στην Kaŗnāţak παράδοση επίσης δεν συμπεριελήφθησαν. Στις στρατιωτικές μπάντες χρησιμοποιούνται δυτικά όργανα, όπως διάφορα χάλκινα, κλαρινέτα και σαξόφωνα για τα οποία μπορείτε να βρείτε αναλυτικές περιγραφές σε πιο σχετικά με την Δυτική μουσική κείμενα. Στη σύγχρονη κλασική μουσική έχουν χρησιμοποιηθεί κάποια, ελάχιστα, δυτικά όργανα: καταρχήν το βιολί, το οποίο εύλογα κρίθηκε κατάλληλο για εκτέλεση rāga, πιο πρόσφατα το βιολοντσέλο, ενώ έχουν υπάρξει και αξιοσημείωτες προσπάθειες απόδοσης rāga με το σαξόφωνο.

 

1. Χορδόφωνα (Tanta Vādya)

Οι μουσικές εξελίξεις ανάμεσα στον 17ο και τον 19ο αι. στα είδη τραγουδιού οδήγησαν σε σημαντικότατες αλλαγές και στα χορδόφωνα μουσικά όργανα, που προέκυψαν από πειραματισμούς των μουσικών και των κατασκευαστών οργάνων μέσα στις διάφορες gharānā. Ως τον 18ο αι. τα βασικά όργανα της ινδικής μουσικής ήταν η Vīņā και το Rabāb, που χρησιμοποιούνταν και στη συνοδεία του είδους τραγουδιού Dhrupada. Τα όργανα αυτά θεωρούνταν κατάλληλα για τη συνοδεία του Dhrupada, γιατί ήταν βαθύφωνα και είχαν μεγάλη διάρκεια στον ήχο. Όμως, από τον 17ο αι., το νεότερο είδους τραγουδιού Khayāl άρχισε να κυριαρχεί στην προτίμηση των ηγεμόνων και το Dhrupada σταδιακά να φθίνει. Αυτή η αλλαγή οδήγησε και στην ανάγκη για συνοδεία του Khayāl από άλλα, πιο ευέλικτα και λιγότερο βαθύφωνα όργανα, όπως το Sitār και το Sarod. Το νεότερο Khayāl είχε άλλες αισθητικές προδιαγραφές και άλλες απαιτήσεις για τη συνοδεία του, κι αυτό οδήγησε τους μουσικούς και τους κατασκευαστές στην επινόηση και υιοθέτηση ικανών κατασκευαστικών λύσεων που να υποστηρίζουν καλύτερα τις απαιτούμενες αισθητικές αλλαγές. Το πρώιμο Sitār, με το όνομα Tritantri Vīņā, έμοιαζε με την Taňpurā και χρησιμοποιούνταν στη συνοδεία ειδών τραγουδιού όπως το Qawwālī και το πρώιμο Khayāl. Το ίδιο ίσχυε και για το λαουτοειδές Sarod που επινοήθηκε λίγο αργότερα. Παράλληλα όμως, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες των πρώιμων Sitār και Sarod στη συνοδεία του Dhrupada, επινοήθηκαν τα πιο μεγάλα και βαθύφωνα Surbahār και Sursingār, αντίστοιχα.

Στο τμήμα αυτό θα παρουσιάσω τα σημαντικότερα χορδόφωνα όργανα της Hindustānī έντεχνης μουσικής, εξηγώντας τα βασικά κατασκευαστικά τους χαρακτηριστικά, αναφέροντας στοιχεία της ιστορικής εξέλιξης και του ρεπερτορίου τους, καθώς και τις σημαντικότερες οικογενειακές παραδόσεις οι οποίες διαμόρφωσαν την αισθητική και το ρεπερτόριό τους.

 

1.1) Taňburā (तम्बुरा)

Έγχορδο όργανο με τέσσερις χορδές που παίζονται ελεύθερες, και αποκλειστικό ρόλο τη δημιουργία του χαρακτηριστικού ισοκρατήματος της Ινδικής κλασικής μουσικής.

 

1.2) Vīņā (वीणा)

Το πιο γνωστό έγχορδο της Ινδίας και όλη η κατηγορία παράγωγων ή συγγενικών οργάνων.

Rudra Vīņa : Μια πολύ δημοφιλής μορφή Vīņa που χρησιμοποιείται συχνά για την οργανική εκτέλεση ύφους Dhrupada.

Vichitra Vīņa : Slide-Vīņa, άταστο έγχορδο που κρατιέται οριζόντια στο έδαφος και παίζεται με πλήκτρο το οποίο σέρνεται πάνω στις χορδές με τρόπο ώστε να δημιουργεί τον χαρακτηριστικό ήχο του συνεχούς γκλισάντο (γλιστρίματος) από νότα σε νότα.

 

1.3) Sitār (सितार)

Το πιο αναγνωρίσιμο διεθνώς έγχορδο της Ινδικής μουσικής.

 

1.4) Sarod (सरोद)

Άταστο έγχορδο όργανο (στον τύπο του ούτι), που παίζεται με πλήκτρο, με καπακι από ζωϊκό δέρμα και συμπαθητικές χορδές.

 

1.5) Sāraņgī (सारंगी)

Άταστο εγχορδο όργανο με συμπαθητικές χορδές που παίζεται με δοξάρι. Χρησιμοποιείται τόσο στη λαϊκή όσο και στην κλασική μουσική ως όργανο συνοδείας και εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές.

 

1.6) Surabahār (सुरबहार)

Έγχορδο όργανο μεγάλου μεγέθους, με ηχείο από κολοκύθα και μπράτσο με τάστα. Θεωρείται το μπάσο Sitār

 

1.7) Esrāja ή Esrāra (इसराज)

 

1.8) Dilrubā (दिलरुबा)

 

1.9) Santoor (संतूर)

Έγχορδο όργανο τύπου άρπας ή zither, με δεκάδες (94-123) χορδές, οι οποίες κρούονται με πλήκτρα-μπαγκέτες.

 

1.10) Svaramaņďala (स्वरमंडल) ή Kānana

Μικρό έγχορδο όργανο τύπου Zither, του οποίου οι χορδές κουρδίζονται στις νότες του Rāga, και χρησιμεύει ως υποστηρικτικό τονικό βοήθημα στους τραγουδιστές.

 

1.11) Violin / βιολί

Το γνωστό χορδόφωνο με δοξάρι της δυτικής μουσικής, που χρησιμοποιείται με ιδιαίτερο τρόπο στην εκτέλεση ινδικής μουσικής

 

Σύγχρονα υβριδικά όργανα

Hansa Vina, Mohan Veena

 

 

2. Αερόφωνα (Śușira Vādya)

 

{Εισαγωγικό κείμενο πρόχειρο}

Τα αερόφωνα όργανα ονομάζονται Śușira vādya, όρος που κατά λέξη σημαίνει κούφιο, διάτρητο. Στα αρχαία κείμενα ονομάζονται και Mukh Vīņā (mukh = στόμα).

Στα αερόφωνα, υπάρχουν τρία κυρίαρχα χαρακτηριστικά: ο μηχανισμός της παραγωγής της πρώτης ταλάντωσης, το σώμα του οργάνου και ένα τμήμα από το οποίο κυρίως εκπέμπεται η ηχητική ενέργεια.

Η πρώτη ταλάντωση παράγεται από

  • την πρόσπωση αέρα σε οξείες γωνίες (φλάουτα και φλογέρες),
  • παλλόμενες γλωττίδες (μονές ή διπλές) ή
  • τα χείλη του εκτελεστή σε ένα επιστόμιο (όπως στα χάλκινα).

Το σώμα του οργάνου δρα ως αντηχείο αλλά και ως φίλτρο που επηρεάζει και διαμορφώνει την αρχική ταλάντωση.

Στην περίπτωση των ξύλινων πνευστών που έχουν τρύπες μεγάλο μέρος της ακουστικής ενέργειας εκπέμπεται από αυτές. Στην περίπτωση των χάλκινων η ηχητική ενέργεια εκπέμπεται βασικά από την καμπάνα.


Σε ανασκαφές στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού έχουν βρεθεί σφυρίχτρες σε σχήμα πουλιών και βουκινα (κοχύλια) . Στις Βέδες αναφέρονται κάποια πνευστά όπως venu, nadi, tunav και bankura. To Venu ήταν φλάουτο από μπαμπού και το Nadi (ή Nali) είχε γλωττίδα. Στα έπη Μαχαμπαράτα και Ραμαγιάνα αναφέρονται τα Shankh (βούκινα / κοχύλια) να χρησιμοποιούνται σε θρησκευτικές τελετές αλλά και στον πόλεμο. Στην Nāţyaśāstra  περιγράφεται επιγραμματικά το  Vanshi (φλάουτο). Ωστόσο, μοιάζει να θεωρείται βασικό όργανο και σημαντικό ανάμεσα στα πνευστά. Στη Saňgīta-ratnākara (13ος αι.) αναφέρονται πολλά πνευστά: 15 ποικιλίες του Vanshi, καθώς και τα Pava, Pavika, Murli (επίσης τύποι φλάουτου), Madhukari (τύπος ζουρνά), Kahala, Tundakini, Chukka, (τρομπετο-ειδή), shringa (βούκινο από κέρας βούβαλου) και shankh (κοχύλι). Στην Sangita Parijata (τέλος 17ου αι.) αναφέρονται τα Sunadi, Murli, Pava, Shringa, Nagsar, Kahali, Mukhveena, Vakri, Tundakini, Changu, Shankh. To Sunadi είναι παρόμοιο με τα αρχαιότερα Mohori, Madvani (ή Madukhari) και το σύγχρονο Shehnai.

Λαϊκά διπλά φλάουτα είναι τα Algoza (στο Punjab) και Satara (στο Rajasthan).

Λαϊκό όργανο με μονή γλωττίδα είναι το Pungi (ή Been) που το χρησιμοποιούν οι γητευτές φιδιών.

 

2.1) Veņu (वेनु)

Γενικός όρος για τα ξύλινα πνευστά τύπου φλάουτου και, ειδικά (και συνηθέστερα), ο τύπος του Nay.

 

2.2) Bānsurī (बाँसुरी)

Φλάουτο (πλαγίαυλος) από μπαμπού, χαρακτηριστικό όργανο του θεού Kŗśna.

 

2.3) Śehnāī ή Śahnāī (शहनाई)

Λαϊκό πνευστό τύπου όμποε με κωνικό σωλήνα και διπλή γλωττίδα.

 

2.4) Sur (सुर)

Πνευστό τύπου όμποε, συγγενικό με το Śehnāī, χωρίς τρύπες ή με τις τρύπες βουλωμένες, που χρησιμοποιείται μόνο για ισοκράτημα.

 

2.5) Harmonium

Αερόφωνο πληκτροφόρο όργανο που εισήχθη από τους Βρετανούς στην Ινδία. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά ως συνοδευτικό όργανο σε πολλά είδη κλασικής, ημι-κλασικής και ελαφράς μουσικής.

 

 

3. Μεμβρανόφωνα (Ānaddha, Avanaddha ή Vitata Vādya)

 

{Εισαγωγικό κείμενο πρόχειρο}

Τα κρουστά όργανα είναι μάλλον τα αρχαιότερα γνωστά μουσικά όργανα. Χρησιμοποιούνταν βασικά στη συνοδεία πρωτόγονων μαγικών και τελετουργικών πρακτικών, γι' αυτό και θεωρούνταν ιερά. Επίσης, χρησιμοποιούνταν στη συνοδεία του χορού. Αρχικά παίζονταν με γυμνά χέρια, αλλά αργότερα άρχισαν να χρησιμοποιούνται και διάφορες μορφές μπαγκέτας (κόπανων).

Τα πιο σημαντικά είναι τα μεμβρανόφωνα. Οι όροι Avanaddha, Anaddha και Vitata είναι συνώνυμοι και αναφέρονται στα μεμβρανόφωνα κρουστά της Ινδίας. Το τέντωμα μιας ζωϊκής μεμβράνης πάνω σε ένα κούφιο ξύλο ή σε ένα πήλινο αγγείο υπήρξε οπωσδήποτε ένα σημαντικό βήμα στην εξέλιξη της μουσικής. Το πιθανότερο είναι ότι τα πρώτα μεμβρανόφωνα ήταν φτιαγμένα από ξύλο και αργότερα από πηλό, καθώς αυτό απαιτούσε την ανάπτυξη της τέχνης της κεραμικής. Σε κάθε περίπτωση, αρχικά φαίνεται να χρησιμοποιούνταν δέρματα από σαύρες, φίδια και ψάρια. Τα περισσότερα ινδικά τύμπανα έχουν μεγάλο χρόνο απόσβεσης της ταλάντωσης. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μεγάλη μάζα του σώματος του οργάνου. Για τις μεμβράνες χρησιμοποιούνται δέρματα αγελάδας, μοσχαριού, προβάτου, κατσίκας, βουβαλιού, σαύρας και φιδιού. Τα σώματα των ξύλινων οργάνων φτιάχνονται από ξύλο seesam, neem, khair, jackwood, redwood κ.ά. και των μεταλλικών από μπρούντζο, χαλκό, σίδηρο, αλουμίνιο και τσίγκο. Κάποια κρουστά όπως τα Khol και Ghatam (και ορισμένες φορές η Baya των Tabla) φτιάχνονται από πηλό.

Η αρχαιότερη αναφορά σε κάποια μορφή τυμπάνου είναι το Dundubhi που αναφέρεται στις Βέδες. Στα κλασικά ινδικά έπη, δηλ. τα Mahabharata και Ramayana υπάρχουν αναφορές σε διάφορα είδη τυμπάνων. Στις γραφές Samhitā και Brahmana επίσης γίνεται αναφορά στο Bhumi-Dundubhi, το μεγάλο πήλινο τύμπανο, που χρησιμοποιούνταν κατά την τελετουργία Mahavrata. Επίσης, αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν αποκαλύψει τη χρήση τυμπάνων και κροτάλων (rattles) ήδη από το 3000 π.Χ. Σε ερείπια ναών στο Bharhut που χρονολογούνται στο 200 π.Χ. απεικονίζεται ένα τύμπανο σε σχήμα κλεψύδρας που παίζεται με δύο μπαγκέτες από έναν πίθηκο. Στους εξωτερικούς τοίχους ενός άλλου ινδουιστικού ναού στο Barabudur της Ιάβα υπάρχουν απεικονίσεις διαφόρων τυμπάνων, που θυμίζουν και τα σύγχρονα στο σχήμα: κυλινδρικά, βαρελόσχημα και κωνικά. Για αιώνες τα τύμπανα χρησιμοποιούνταν και στην στρατιωτική μουσική, αλλά και σε άλλες δραστηριότητες που σχετίζονταν με τη λειτουργία των οργανωμένων κοινωνιών. Για παράδειγμα, στους μεσαιωνικούς χρόνους μεγάλα κωνικά τύμπανα χρησιμοποιούνταν επίσης για την επισήμανση των ωρών της ημέρας και της νύχτας.

Κατά καιρούς έχουν υπάρξει διάφορες ταξινομήσεις των τυμπάνων, με βάση την στάση εκτέλεσής του, το σχήμα και τη μορφολογία τους, το υλικό κατασκευής του σώματος ή της μεμβράνης, αλλά και τον τρόπο εκτέλεσης. Στην Ινδία, ήδη από τους αρχαίους χρόνους, κατηγοριοποιούνταν με βάση το σχήμα τους στους εξής τρεις τύπους (κατά την αγγλική ορολογία): Tubular (σωληνοειδή), Kettle (κατσαρολό-σχημα) και Frame (τύπου κόσκινου) drums.

Στα Tubular το σώμα του οργάνου είναι σωλήνας. Θεωρείται βαθύ αν το σώμα είναι μακρύτερο από την διάμετρο της μεμβράνης και ρηχό αν το σώμα είναι μικρότερο από τη διάμετρο της μεμβράνης. Στην Ινδία υπάρχουν οι ακόλουθοι τύποι tubular drums :

- Κυλινδρικά, όπου ο κύλινδρος είναι ευθύς, όπως π.χ. το Tavil της νότιας Ινδίας

- Βαρελόσχημα, όπου στο μέσο τους εμφανίζονται παχύτερα, όπως π.χ. το Pakhawaj της βόρειας Ινδίας

- Κωνικά, στα οποία η διάμετρος μικραίνει σημαντικά προς τη μία πλευρά, όπως π.χ. το Khol της Βεγγάλης

- Κλεψυδρόσχημα / αμφικωνικά, όπου το μέσο είναι στενότερο από τις άκρες, όπως π.χ. το Damaru που σχετίζεται με το θεό Shiva.

Τα Kettle drums έχουν σώμα σε σχήμα κατσαρόλας / δοχείου (vessel). Μπορεί να είναι ημισφαιρικά (αν η διάμετρος είναι μέγιστη στο πάνω μέρος) ή αυγό-σχημα (αν η διάμετρος είναι μέγιστη λίγο πιο κάτω). Τα εξαιρετικά ρηχά στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία συνήθως ονομάζονται bowl drums, και τέτοιο είναι το Jheel, το δεξί τύμπανο της συστοιχίας Dukkad (dukar). Στην αρχαιότητα τα τύμπανα από πηλό ήταν στην κατηγορία των Bhanda vadya. Το αρχαίο πήλινο κρουστό με το κάτω μέρος κλειστό και το πάνω να καλύπτεται από μεμβράνη ονομαζόταν Dardur και στην εποχή του σοφού Bharata παιζόταν ως μέρος ενός τυπικού τρίο αποτελούμενο από Mridanga, Panava και Dardur. Στις μέρες μας τα τύμπανα από πηλό είναι σχεδόν αποκλειστικά λαϊκά όργανα, με εξαιρέσεις την κατασκευή κάποιων Bayan (το μπάσο στέλεχος των Tablā) στη βόρεια Ινδία και του Ghatam (στάμνα) στη νότια.

Στα Frame drums η διάμετρος είναι σημαντικά μεγαλύτερη από το βάθος τους (δηλ. το ύψος του κυλίνδρου). Παραδείγματα είναι τα Daff, Dafli, Khanjari και Khanjeera.

Σύμφωνα με τον B.C. Deva, τα τύμπανα με διπλή μεμβράνη είναι μια σημαντική συμβολή της Ινδίας στην μουσική του κόσμου. Υπάρχει τεράστια ποικιλία τέτοιων τυμπάνων, με τα περισσότερα να ειναι κυλινδρικά ή βαρελόσχημα. Μπορεί να κρέμονται με σχοινιά από το λαιμό ή να τοποθετούνται μπροστά στον εκτελεστή ή πάνω στα πόδια του (όπως κάθεται οκλαδόν). Στην πραγματεία Nāţyaśāstra του Bharata αναφέρονται τρία σχήματα: haritaki (δένδρο "myrobalan", όπως το Tavil), yava ("κριθάρι", όπως το Mŗdaņgam και το Pung) και gopuchha ("ουρά της αγελάδας", περίπου όπως στα Pakhāwaj και Κhol).

Σύμφωνα πάλι με τον B.C.Deva, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ινδικής εκτέλεστης τυμπάνων είναι η χρήση πολλαπλών τυμπάνων από έναν εκτελεστή, η οποία πιστοποιείται ήδη στο Bharhut από τον 2ο αι. π.Χ. Επιπλέον, φαίνεται ότι τα τύμπανα αυτά κουρδίζονταν ώστε να συνηχούν καλά. Το κούρδισμα αυτό ονομαζόταν Marjana και γινόταν με τη βοήθεια ειδικής λάσπης. Υπήρχαν 3 βασικά είδη Marjana: mayuri, ardhmayuri και karmaravi.

Ο Bharata αναφέρει πως η λάσπη που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για το κούρδισμα πρέπει να είναι κολλώδης και να μην έχει άμμο, χορτάρια, χαλίκια και άλλα ξένα σώματα. Συνιστά την χρήση μαύρης λάσπης από τις όχθες ποταμών, από την οποία πρέπει να στραγγιστεί το νερό. Όταν δεν υπήρχε διαθέσιμη αυτή η ποιοτική λάσπη, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αλεύρι από σιτάρι ή κριθάρι. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται ως και τις μέρες μας, με τα συστατικά να έχουν αλλάξει στην πορεία του χρόνου. Πλέον χρησιμοποιούνται κονιορτοποιημένα ρινίσματα σιδήρου, κόλλα, ζυμάρι από σιτάλευρο, και καρβουνόσκονη στην Tablā και το Pakhāwaj και σκόνη μαγγανίου, tamarind και βρασμένο ρύζι στο Mŗdaņgam.

Ο μαύρος δίσκος που βλέπουμε στην Tablā, το Pakhāwaj και το Mŗdaņgam ονομάζεται Shyahi ή Soru μοιάζει να περιγράφεται ήδη σε στην Nāţyaśāstra (XXXIV, σελ. 114 κ.έ.). Οι μεμβράνες των τυμπάνων, όταν τίθενται σε ταλάντωση, ταλαντώνονται με πολλούς τρόπους (modes) και παράγουν πολλούς υπερτόνους οι οποίοι συνήθως δεν είναι σε αρμονική σχέση. Η ύπαρξη του Shyahi περιορίζει αυτό το εύρος των ταλαντώσεων και βοηθά να αναδειχθεί μια περιοχή αυτών. Επίσης, οι περισσότερες μεμβράνες αποτελούνται από περισσότερα τμήματα, και συνήθως το ανώτερο είναι ένας δακτύλιος που καλύπτει μέρος της βασικής μεμβράνης. Και αυτή η πρακτική βοηθά να περιοριστούν οι ταλαντώσεις της βασικής μεμβράνης, καθώς αυτό το δακτυλίδι δέρματος αποσβένει τους υψηλότερους υπερτόνους.

Τέλος, οι μεμβράνες τεντώνονται πάνω στα σώματα των οργάνων με τη βοήθεια εντατήρων, συγκεκριμένα σχοινιών ή λουρίδων ζωϊκού δέρματος, συχνά από κατσίκι ή βουβάλι. Στην περίμετρο της μεμβράνης ανοίγονται οπές, συνήθως 16, από τις οποίες περνάνε οι εντατήρες. Το τέντωμα της μεμβράνης και η τοποθέτηση του Shyahi είναι χρονοβόρες διαδικασίες, καθώς ο κατασκευαστής προσπαθεί συνέχεια να ελέγχει αν ο ήχος οδεύει προς τον επιθυμητό.

 

 

3.1) Mŗdańga (मृदंग)

Παλαιό πήλινο κρουστό, αμφικωνικού σχήματος, με δύο μεμβράνες. Σήμερα χρησιμοποιείται ως γενικότερος όρος για παρόμοια όργανα.

 

3.2) Pakhāwaj (पखावज)

Από τα σημαντικότερα κρουστά της Ινδικής μουσικής, σε σχήμα κόλουρου κώνου, και το αποκλειστικό κρουστό συνοδείας του φωνητικού είδους Dhrupada.

 

3.3) Tablā (तबला)

Το δημοφιλέστερο ζευγάρι κρουστών της Βόρειας Ινδίας.

 

3.4) Ďamarū (डमरु)

Λαϊκό κρουστό όργανο αμφικωνικού σχήματος, χαρακτηριστικό σε απεικονίσεις του θεού Śiva.

 

3.5) Nākaďa (नगाड़ा)

Ημισφαιρικό πήλινο κρουστό, στον τύπο του τύμπανου, που παίζεται με μπαγκέτες και συνήθως σε ζεύγη.

 

3.6) Dholaka (ढोलक)

Κρουστό όργανο στον τύπο του νταουλιού, που παίζεται με τα χέρια.

 

3.7) Kāďā (काङा)

Ημισφαιρικού σχήματος μεμβρανόφωνο κρουστό όργανο από πηλό ή ξύλο, που χρησιμοποιείται σε πεζοπορίες ή στρατιωτικές περιστάσεις.

 

3.8) Ţikārā (तीकारा)

Κρουστό όργανο με ημισφαιρικό ηχείο που παίζεται με μπαγκέτες.

 

3.9) Khanjīrā (खंजीरा)

Κρουστό όργανο, κυρίως της Νότιας Ινδίας, στον τύπου του ντέφι, με μεμβράνη από δέρμα φιδιού και ένα μεγάλο ζίλι προσαρμοσμένο στην κυλινδρική επιφάνεια.

 

 

4. Ιδιόφωνα (Ghana Vādya)

{Εισαγωγικό κείμενο εκκρεμεί}

 

4.1) Mańjīrā (मंजीरा)

Μικρά μεταλλικά κύμβαλα ή καμπανάκια που χρησιμοποιούνται ως συνοδευτικό όργανο σε τελετές αλλά και σε παραστάσεις χορού.

 

4.2) Jalatarańga (जलतरंग)

Συστοιχία μεταλλικών κρουστών σε μορφή κούπας που γεμίζονται με διαφορετικές ποσότητες νερού ώστε να παράγουν διαφορετικές νότες. Παίζονται με ξύλινες μπαγκέτες.

 

4.3) Jhāňjha (झांझ)

Κύμβαλα (μεταλλικά κρουστά) με εξόγκωμα στο κέντρο τους, και τρυπημένα έτσι ώστε να κρεμιούνται.

 

4.4) Kharatāla (खरताल)

Λαϊκό ιδιόφωνο αποτελούμενο από δύο στελέχη (ορθογώνιες πλάκες), ιδιαίτερα διαδεδομένο στο Rajasthan.

 

5. Ηλεκτρόφωνα (ΝΕΕΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ)

 

5.1) Shruti-box (श्रुति-बौक्स)

 

5.2) Lehra box

 

 


Μπορείτε να κάνετε αναζήτηση κατά κατηγορίες στο Λεξικό.

Σε ό,τι αφορά αυτό το άρθρο, χρήσιμες είναι οι ακόλουθες αναζητήσεις:

 

Χορδόφωνα και όροι που αφορούν γενικά τα έγχορδα και τα Αξεσουάρ και μέρη εγχόρδων.

Αερόφωνα

Μεμβρανόφωνα

Ιδιόφωνα